- σκεπτικό
- gerekçe, neden, mulahaza
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
σκεπτικό — το έκθεση των λόγων στους οποίους στηρίζεται μια απόφαση, αιτιολογία: Σε κάθε δικαστική απόφαση αναφέρεται και το σκεπτικό, στο οποίο στηρίχτηκαν οι δικαστές για την έκδοσή της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκεπτικός — ή, ό / σκεπτικός, ή, όν, ΝΑ, και σκεφτικός, ή, ό, θηλ. και ιά, Ν [σκέπτομαι / σκέφτομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκέψη ή στον σκεπτικισμό 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σκεπτικοί (φιλοσ.) φιλόσοφοι τής αρχαιότητας, όπως ο Πύρρων ο… … Dictionary of Greek
ске́птик — а, м. 1. Последователь скептицизма (в 1 знач.). 2. Тот, кто во всем сомневается, ко всему относится недоверчиво, критически. Вы не верите в убеждения… Не верю, не верю, ни во что не верю. Очень хорошо. Вы скептик. Тургенев, Рудин. [греч.… … Малый академический словарь
αιτιολογικός — ή, ό (Α αἰτιολογικός, ή, όν [αἰτιολογῶ] 1. αυτός που δηλώνει την αιτία, που δικαιολογεί κάτι 2. (ως γραμμ. και συντακτ. όρος) αυτός που εισάγει ή εκφράζει αιτία, όπως ορισμένοι σύνδεσμοι, προτάσεις κ.λπ. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. (νομ. όρ.) το… … Dictionary of Greek
πυρρώνειος — α, ο / πυρρώνειος, ον, ΝΑ [Πύρρων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκεπτικό φιλόσοφο Πύρρωνα («πυρρώνεια φιλοσοφία») 2. φρ. «Πυρρώνειαι υποτυπώσεις» τίτλος έργου τού Σέξτου Εμπειρικού … Dictionary of Greek
Γουίλσον, Τόμας Γούντροου — (Thomas Woodrow Wilson, Βιρτζίνια 1856 – Ουάσινγκτον 1924). Αμερικανός πολιτικός, ο 28ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1912 20). Γιος πρεσβυτεριανού παπά, από το 1885 δίδαξε επί 25 χρόνια νομικά και πολιτικές επιστήμες σε πανεπιστήμια, κυρίως στο Πρίνστον,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
λανθάνουσα θερμότητα — Όρος της φυσικής. Αν θεωρήσουμε ένα θερμοδυναμικό σύστημα σε ισορροπία, που αποτελείται από δύο φάσεις (για παράδειγμα, υγρή αέρια) της ίδιας θερμοκρασίας, μπορούμε με κατάλληλες ενέργειες –προσφορά θερμότητας– να προκαλέσουμε τη μετατροπή της… … Dictionary of Greek
Μεταξάς, Ιωάννης — (Ιθάκη 1871 – Αθήνα 1941). Στρατιωτικός και πολιτικός. Σπούδασε στην ελληνική Σχολή Ευελπίδων και στη Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου, ενώ συμμετείχε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και στους Βαλκανικούς του 1912 13 ως αξιωματικός του… … Dictionary of Greek
Τάσο, Τορκουάτο — (Tasso, Σορέντο 1544 – Ρώμη 1595). Ιταλός ποιητής. Γιος του λόγιου Μπερνάρντο, έζησε θλιμμένη παιδική ζωή εξαιτίας του πρόωρου θανάτου της μητέρας του, της έλλειψης μόνιμης κατοικίας και της ανάγκης να παρακολουθεί από παιδί, τον περιπλανώμενο… … Dictionary of Greek